τσουτσέκι

τσουτσέκι
το, Ν
1. μικροκαμωμένο άτομο
2. ανήλικο άτομο
3. θρασύς, αυθάδης άνθρωπος («χώνεται σε όλες τις συζητήσεις σαν τσουτσέκι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cuce «νάνος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”